- εἰδικωτέρα
- εἰδικωτέρᾱ , εἰδικόςspecificfem nom/voc/acc comp dualεἰδικωτέρᾱ , εἰδικόςspecificfem nom/voc comp sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εἰδικώτερα — εἰδικός specific neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδικωτέρας — εἰδικωτέρᾱς , εἰδικός specific fem acc comp pl εἰδικωτέρᾱς , εἰδικός specific fem gen comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδικωτέραν — εἰδικωτέρᾱν , εἰδικός specific fem acc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμματεία — Στη γενική της έννοια γ. ενός έθνους είναι το σύνολο των γραπτών μνημείων, ακόμα και εκείνα που αναφέρονται στον ιδιωτικό βίο. Στη στενότερη έννοια, γ. είναι οι ανώτερες εκδηλώσεις της πνευματικής ζωής του έθνους, τόσο στις επιστήμες όσο και στη… … Dictionary of Greek
εἰδικωτέραις — εἰδικός specific fem dat comp pl εἰδικωτέρᾱͅς , εἰδικός specific fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)